φάραγγα

φάραγγα
η / φάραγξ, -αγγος, ΝΑ, και φάραγγας, ο, Ν
το φαράγγι
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) κάθε εδαφική κοιλότητα, όπως λ.χ. το σπήλαιο
2. μτφ. α) άνθρωπος πλεονέκτης
β) ο πρωκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ- τής ΙΕ ρίζας *bher- «κόβω, τρυπώ» (βλ. λ. φάρος [III] «άροτρο») και έχει σχηματιστεί με έρρινο εκφραστικό επίθημα -αγγ- (πρβλ. σῆρ-αγξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φάραγγα — φάραγξ cleft fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάραγγ' — φάραγγα , φάραγξ cleft fem acc sg φάραγγι , φάραγξ cleft fem dat sg φάραγγε , φάραγξ cleft fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PYRAMUS — I. PYRAMUS Graece πυραμοῦς, placentae genus, victoribus olim dari solitum, Artemidorus, l. 1. c. 74. Non tamen omnibus, sed tantum iis, qui in potatoria palaestrâ reliquos in somniâ vicissent. Aristophanis Scholia Equitibus, ὁ διαγρυπνήσας μέχρι… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τελώνης — ο, ΝΜΑ 1. (στην ΚΔ) άνθρωπος αμαρτωλός, άδικος και εκβιαστής («οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αυτὸ ποιοῡσι;», ΚΔ) 2. φρ. «η Κυριακή τού Τελώνη και τού Φαρισαίου» εκκλ. η πρώτη Κυριακή τού Τριωδίου, κατά την οποία αναγιγνώσκεται στους ναούς η ευαγγελική… …   Dictionary of Greek

  • φάρσος — εος και ους, τὸ, Α 1. κομμάτι, τεμάχιο 2. κάλυμμα, σκέπασμα 3. (κατά τον Ησύχ.) «τρύφος, κλάσμα, πτερύγιον» 4. φρ. «φάρσεα πόλιος» οι συνοικίες τής πόλης (Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. ο οποίος θα πρέπει να αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhŗ τής ΙΕ …   Dictionary of Greek

  • Αιλών ή Αγιαλών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων της Παλαιστίνης. 1. Ανήκε στη φυλή των Ζαβουλών. 2. Ανήκε στους Αμοραίους. Στην κοιλάδα που βρισκόταν κοντά στην πόλη ο Ιησούς του Ναυή νίκησε τους Χαναναίους. Εκεί είπε και την περίφημη φράση «Στήτω ο ήλιος κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”